ανάβαθρον

ανάβαθρον
το входная лестница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανάβαθρον" в других словарях:

  • ἀναβάθρων — ἀνάβαθρον raised seat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BASTUM — Graece βαςτὸν baculus; imo quidquid ferendo est; a βάω, βῶ, unde βάζω et βάσκω, vado: a quo βατὴρ βατηρία, et βακτηρία, quae idem sunt cum βαςτὸς et βαςτὸν. Hinc etiam βαςτὰ pro calceis, vel sandaliis. Hesych. βαςτὰ, ὑπόδήματα Ι᾿ταλιῶται, Basta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάβαθρο — το (Α ἀνάβαθρον) νεοελλ. χτιστή σκάλα μπροστά στην είσοδο κτηρίου, που αποτελείται από λίγα σκαλοπάτια και οδηγεί σε πλατύσκαλο αρχ. ψηλό κάθισμα ή θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βάθρον < βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνάβαθρα — flight of steps fem nom/voc sg ἀνάβαθρον raised seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»